σπογγοθήρας

σπογγοθήρας
ὁ, Α
σπογγαλιέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος + -θήρας (< θήρα), πρβλ. χρυσο-θήρας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σπογγοθήρας — σπογγοθήρᾱς , σπογγοθήρας diver for sponges masc acc pl σπογγοθήρᾱς , σπογγοθήρας diver for sponges masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπογγοθῆραι — σπογγοθήρας diver for sponges masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπογγοθήραις — σπογγοθήρας diver for sponges masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… …   Dictionary of Greek

  • σπογγοθηρικός — ή, όν, Α [σπογγοθήρας] το θηλ. ως ουσ. ἡ σπογγοθηρική η τέχνη τού σπογγοθήρα, σπογγαλιεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”